- ἀμπείρω
- ἀμπείρω, poet. for ἀναπείρω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπείρω — ἀναπείρω και ποιητ. ἀμπείρω (Α) [πείρω] 1. διαπερνώ κάτι από τη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, παλουκώνω 3. τρυπιέμαι … Dictionary of Greek
διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… … Dictionary of Greek